Ίδρυση και πορεία στον χρόνο
Ἡ Ἱερά Μονή Παμμεγίστων Ταξιαρχῶν ρίχνει τά πρῶτα θεμέλιά της ὡς ἀνδρῴα τόν 12ο αἰ., στήν νότια πλαγιά τοῦ Πηλίου, σέ μιά ἐποχή κατά τήν ὁποία ἤκμαζε ἡ μοναστική καί ἀσκητική ζωή στό Πήλιο, πού τότε ὀνομαζόταν «Βουνό τῶν Κελλίων» καί «δεύτερο Ἅγιον Ὄρος».
Μετά τήν πυρπόληση καί τήν ὁλοσχερῆ καταστροφή της τό 1310 μ.Χ., πιθανόν ἀπό Καταλανούς πειρατές, ἡ Μονή ξανακτίζεται στή σημερινή της θέση, ὑψηλότερη τῆς πρώτης, γιά μεγαλύτερη προστασία ὄχι μόνο ἀπό τούς ἐπιδρομεῖς, ἀλλά καί ἀπό τίς δυσμενεῖς καιρικές συνθῆκες. Ἡ ἐκ νέου ἀνοικοδόμησή της ἀποδίδεται σέ Ἁγιορεῖτες μοναχούς, οἱ ὁποῖοι ἔφυγαν ἀπό τόν Ἄθωνα, ἴσως ἐξαιτίας τῶν Ἡσυχαστικῶν ἐρίδων τοῦ 14ου αἰ., καί ἦλθαν στό Πήλιο, ὅπου ἔκτισαν τό σημερινό μοναστήρι, κατά τό ἀρχιτεκτονικό πρότυπο τῶν ἁγιορείτικων μονῶν.
Ὁ «πανδαμάτωρ» χρόνος καί οἱ ποικίλες ἀντίξοες ἱστορικές συνθῆκες δέν ἐπέτρεψαν τήν διάσωση γραπτῶν πηγῶν, πού θά μποροῦσαν νά δώσουν πληροφορίες γιά τήν πορεία τῆς Μονῆς κατά τό διάστημα μεταξύ 14ου καί 18ου αἰ. Γνωρίζουμε μόνο ὅτι ἐπί Τουρκοκρατίας ἡ Μονή, ὡς συμμέτοχος στόν ἐθνικοαπελευθερωτικό ἀγῶνα τοῦ 1821, ὑπέστη τά ἀντίποινα τῶν Τούρκων κατακτητῶν, πληρώνοντας τό τίμημα τῆς συνεισφορᾶς της στήν ἐπανάσταση μέ τήν καταστροφή της.
Οἱ παλαιότερες γνωστές κτηριακὲς ἀνακαινίσεις της τοποθετοῦνται στόν 18ο καί στόν 19ο αἰ. Τό κατανυκτικὸ Καθολικό της ἱστορεῖται μέ σπάνιες τοιχογραφίες λαϊκῆς τέχνης, ἐνῶ τό ἀριστουργηματικὸ ξυλόγλυπτο τέμπλο φέρει ἐξαιρετικὲς φορητὲς εἰκόνες τοῦ 1772. Μεταξύ αὐτῶν, ἡ παλαιότερη εἰκόνα τοῦ Αρχαγγέλου Μιχαήλ (12ος αἰ.), εἶχε γίνει ὀνομαστή ἀνά τούς αἰῶνες γιά τό πλῆθος τῶν θαυμάτων πού ἐπιτελοῦνταν δι᾿ αὐτῆς.
Στὸ ἀποκορύφωμα τῆς αἴγλης της φθάνει ἡ Μονή κατὰ τὸ δεύτερο ἥμισυ τοῦ 19ου αἰῶνος, ἐπὶ ἡγουμενίας τοῦ Ἱερομονάχου Γαβριήλ Ιωάσαφ, ἕλκοντος τήν καταγωγή ἀπό τό γειτονικό χωριό τοῦ Ἁγίου Γεωργίου Νηλείας, πνευματικοῦ βλαστοῦ τοῦ Ἄθωνα. Ἐκεῖνος μέ τήν ὁσιακή του φυσιογνωμία τήν ἀναδεικνύει μεγάλο πανθεσσαλικό προσκύνημα, πού διαδραματίζει σημαντικότατο ρόλο στήν πνευματική, πολιτισμική καί κοινωνική ζωή ὅλης τῆς Θεσσαλικῆς περιφέρειας, πλουτίζοντάς την παράλληλα μέ μετόχια, κειμήλια καί ἀφιερώματα.
Μετὰ τὴν ὁσιακὴ του κοίμηση, τό 1911, ἡ ἱστορική Μονή ἐρημώνει ἀπὸ μοναχούς καί σέ διάστημα μισοῦ αἰῶνα φθάνει σέ κατάσταση ἐρειπώσεως. Ἡ θαυματουργή εἰκόνα τοῦ Αρχαγγέλου Μιχαήλ συλεῖται ἀπό ἀρχαιοκαπήλους, ἀντικαθίσταται, ὅμως, ἀπό ἄλλη, πού φιλοτεχνεῖται τό 1976. Τήν ἴδια χρονιά ἡ χάρις τῶν Ἀσωμάτων Δυνάμεων, Προστατῶν τῆς Μονῆς, καί οἱ εὐχές τῶν παλαιῶν πατέρων της ἐνεργοῦν τήν ἀνασύστασή της ὡς Γυναικείας [Προεδρικό Διάταγμα 605/80 (Φ.Ε.Κ. 161/Α΄)], μέ τήν εὐλογία τοῦ ἀπὸ Δημητριάδος καὶ Ἁλμυροῦ ἀοιδίμου Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν καὶ πάσης Ἑλλάδος, κυροῦ Χριστοδούλου, καί μέ πρώτη Ἡγουμένη, τήν Γερόντισσα Θεοδούλη, σημερινή Ἡγουμένη τῆς Ἱ. Μονῆς Τιμίου Προδρόμου Βροχιᾶς Βόλου.
Κάτω ἀπό τήν προστασία τοῦ ἀειμνήστου Μητροπολίτου ἀρχίζει τὸ 1988 νὰ συγκροτεῖται ἡ σημερινὴ Ἀδελφότητα ὑπό τήν ἡγουμενία τῆς Γερόντισσας Νικοδήμης, ἡ ὁποία ἐνθρονίζεται ἐπίσημα ἀπό τήν σεπτή δεξιά τοῦ σημερινοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Δημητριάδος καί Ἁλμυροῦ, κ. Ἰγνατίου, τόν Μάϊο τοῦ 1999. Κάτω ἀπό τήν μητρική της καθοδήγηση, μέ τήν παράλληλη ἀκάματη συμπαράσταση τοῦ νέου Κτήτορος τῆς Μονῆς καί σήμερα μακαριστοῦ Γέροντός της Ἀντωνίου πρεσβυτέρου, ἀλλά καί μέ τήν φιλομόναχη συνδρομή τοῦ Ἐπισκόπου της, ἡ Ἀδελφότητα ἀγωνίζεται νά ἀνταποκριθεῖ στή μακραίωνη ὀρθόδοξη μοναστική παράδοση, πρός δόξαν τοῦ Θεοῦ καί τῆς Ἐκκλησίας Του.
|
|